Δωδεκάνησα

Η Ιερά Μονή του Πανορμίτη στη Σύμη

Η ΙΣΤΟΡΙΑ

Ἡ πρώτη γραπτή μαρτυρία γιά τήν ὕπαρξη τῆς Μονῆς τοῦ Πανορμίτη, ἀναφερόταν σ’ ἕνα χειρόγραφο Παρακλητικό Κανόνα τῶν Ταξιαρχῶν, πού ἦταν γραμμένος σ’ αὐτήν τό ἔτος 1460. Τό χειρόγραφο τοῦτο, σύμφωνα μέ μαρτυρίες, χρησιμοποιόταν στίς Ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες καί σωζόταν σ’ αὐτή μέχρι τό ἔτος 1862, ὁπότε καί καταστράφηκε ἀπό κάποια ἀνεξακρίβωτη αἰτία, ἴσως πυρκαγιά.

Ἡ λαϊκή διήγηση γιά τήν ἀνέγερση τῆς Μονῆς, ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐνῶ ἔσκαβε κάποτε μιά εὐλαβής οἰκοδέσποινα – ἡ «Μαριώ τοῦ Πρωτενιοῦ» – στό κτῆμα της στόν Πάνορμο, βρῆκε κάτω ἀπό ἕνα σχῖνο μιά μικρή παλαιά Εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Μέ ἄκρα μυστικότητα πῆρε τήν Εἰκόνα καί τήν μετέφερε στό Εἰκονοστάσι τοῦ σπιτιοῦ της στήν Σύμη, ὅπου καί ἔκαιγε ἀκοίμητο καντήλι. Τήν ἑπομένη μέρα διαπίστωσε ὅμως, ὅτι ἡ Εἰκόνα ἔγινε ἄφαντη. Ὅταν ἀργότερα πῆγε στό κτῆμα της στόν Πάνορμο, τήν βρῆκε στήν ἀρχική της θέση κάτω ἀπό τό σχῖνο. Ἡ νοικοκυρά ξανάφερε τό Εἰκόνισμα στό σπίτι της, μά αὐτό παραδόξως ἐπέστρεφε στό σημεῖο πού βρέθηκε. Τό γεγονός αὐτό ἐπαναλήφθηκε τρεῖς φορές. Ἡ λύπη τῆς γυναίκας ἔπαυσε, ὅταν εἶδε σέ ὄνειρο τόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ λαμπροφοροῦντα καί ἀπαστράπτοντα, ὁ ὁποῖος τῆς ἐξέφρασε τήν ἐπιθυμία του νά παραμείνει ἐσαεί στόν Πάνορμο. Κατόπιν τούτων, ἡ εὐσεβής γυναίκα ἀνακοίνωσε πλέον τό γεγονός καί μέ τήν συνδρομή τῶν συμπατριωτῶν της, ἀνήγειρε μικρό Ναΰδριο, στό ὁποῖο καί ἐνθρόνισε τόν Ταξιάρχη».

Τέτοιου εἴδους διηγήσεις βέβαια μᾶς παραπέμπουν ἀκόμη καί στά χρόνια τῆς Εἰκονομαχίας, ἐξ ἀφορμῆς τῆς ὁποίας οἱ Χριστιανοί ἔκρυβαν τίς Εἰκόνες, προκειμένου νά τίς διασώσουν ἀπό τήν μανία τῶν αἱρετικῶν εἰκονομάχων. Ἡ συγκεκριμένη ὅμως παράδοση τῆς εὑρέσεως τῆς Εἰκόνας ἀπό τήν «Μαριώ τοῦ Πρωτενιοῦ», ὑποθέτουμε ὅτι σχετίζεται ὄχι μέ τήν ἀρχική οἰκοδόμηση τῆς Μονῆς τοῦ Πανορμίτη, ἀλλά μέ τήν μετέπειτα ἀνασύστασή της. Πιθανότατα στόν Πάνορμο ὑπῆρχε νωρίτατα Ναός τοῦ Ταξιάρχου, ὁ ὁποῖος καταστράφηκε ἀπ’ τίς συχνές ἐπιδρομές τῶν Σαρακηνῶν πειρατῶν, πού μάστιζαν τότε ὁλόκληρο τό Αἰγαῖο. Στήν περίπτωση αὐτή, ἡ εὑρεθεῖσα Εἰκόνα, προερχόταν μᾶλλον ἀπό τόν προγενέστερο Ναό.

Ὅσον ἀφορᾶ στήν ἐποχή κτίσεως τοῦ ἀρχικοῦ αὐτοῦ Ναοῦ, αὐτή δέν εἶναι δυνατόν νά προσδιορισθεῖ, ἀλλά δέν ἀποκλείεται νά ἀνάγεται στούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες, κατά τούς ὁποίους πιστεύεται ὅτι ἀνηγέρθησαν οἱ ὑπόλοιπες ὀχτώ Ἀγγελικές Μονές τοῦ νησιοῦ, ἐξ αἰτίας τῆς ἐπιδράσεως τῆς Ἀγγελολατρείας. Προκειμένου λοιπόν νά συμπληρωθεῖ ὁ ἀριθμός τῶν ἐννέα Ἀγγελικῶν Ταγμάτων, κτίστηκε ἴσως τήν ἴδια περίοδο Ναός τοῦ Ἀρχαγγέλου στόν καλύτερο ὅρμο τῆς Σύμης, ὁ ὁποῖος ὅμως – ὅπως ἀναφέραμε – καταστράφηκε ἀπό τίς πειρατικές ἐπιδρομές.

Ἐπίσης τό ὅτι ὁ Πανορμίτης ὑπῆρχε καί πρίν τόν 15ο αἰ. ὑπεμφαίνει ἡ ἀναφορά τοῦ Γάλλου περιηγητῆ Λουί Λακρουά, ὁ ὁποῖος στό ἔργο του «Τά νησιά τῆς Ἑλλάδας, Ἱστορία καί Περιγραφή, 1853», ἀναφέρει ὅτι οἱ Συμαίοι κατέβαλαν φόρο στούς Ἰωαννίτες Ἱππότες τῆς Ρόδου. Μετά τό 1352 ὁ φόρος αὐτός, ἀντικαταστάθηκε μέ τήν ἐφ’ ἅπαξ δόση πεντακοσίων «ἄσπρων» καί τήν μεταθανάτια μεταβίβαση τῶν ὑπαρχόντων τῶν Μοναχῶν τοῦ νησιοῦ, στό συγκεκριμένο Ἱπποτικό Τάγμα.

Ἀδιάψευστο στοιχεῖο ὅμως, ἀποτελεῖ ἡ ἐπιγραφή τοῦ ξίφους τῆς ἐφέστιας ἱερᾶς Εἰκόνας τοῦ Ταξιάρχου Μιχαήλ, ἡ ὁποία ἀναφέρει ὅτι ἡ ἐπαργύρωση τῆς Εἰκόνας ἔγινε τό 1724. Τήν ἐποχή αὐτή ὅμως, τό Μοναστήρι δέν εἶχε ἀνακαινισθεῖ ἀκόμα καί δέν εἶχε λάβει τήν μορφή πού διατηρεῖ μέχρι σήμερα. Τοῦτο συνέβη τό ἔτος 1783. Μέ βάση τήν λογική ὅμως, εἰκάζουμε ὅτι ἡ θαυματουργή Εἰκόνα τοῦ Ταξιάρχου, ἀναμφισβήτητα θά βρισκόταν ἐντός ἄλλου παλαιότερου Ναοῦ, ἴσως μικρότερου, πού θά ὑπῆρχε στήν θέση τοῦ σημερινοῦ.

Ὅπως συμβαίνει καί σέ παρόμοιες περιπτώσεις ἄλλων θαυματουργῶν Εἰκόνων, ἡ ἱερά Εἰκόνα τοῦ Πανορμίτη, θά βρισκόταν ἀρκετά χρόνια νωρίτερα στό μικρότερο αὐτό Καθολικό τῆς Μονῆς, ὅπου διά τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ πραγματοποιοῦσε πλῆθος θαυμάτων, ἐξ ἀφορμῆς τῶν ὁποίων ὁ θαυματουργός Ἀρχάγγελος καί ἡ περιώνυμη Μονή Του, ἔγιναν πασίγνωστοι. Οἱ Μοναχοί καί ὁ Συμαϊκός Λαός, εἰς ἔνδειξη τιμῆς καί σεβασμοῦ στόν πολιοῦχο Προστάτη τοῦ νησιοῦ τους, προέβησαν ἀργότερα στήν ἐπαργύρωση. Ἄλλωστε ἡ κατασκευή της θά κόστισε σίγουρα πολλά χρήματα, τά ὁποῖα δέν ἦταν δυνατόν νά συγκεντρωθοῦν, παρά μόνο ἀπό ὀργανωμένη Μονή καί μάλιστα εὑρισκομένη σέ μεγάλη ἀκμή.

Ἕνα ἀκόμη ἀδιάσειστο στοιχεῖο γιά τήν ὕπαρξη τῆς Μονῆς πρό τοῦ 1783, τό ὁποῖο μέχρι τώρα ἡ ὑπάρχουσα βιβλιογραφία ἀγνοεῖ, εἶναι μιά ἀναθηματική ἐπιγραφή στήν μεταβυζαντινή τοιχογραφία τοῦ τιμίου Προδρόμου, πού βρίσκεται στόν ἐξωτερικό τοῖχο τῆς βορείας πλευρᾶς τοῦ Καθολικοῦ. Τό διαφωτιστικό αὐτό κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς: «† ΔΕΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΛΑΦΑΤΗ ΤΗ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 15, 1760» (sic). Ὅπως καί προηγουμένως ἀναφέραμε, ἡ Μονή καί δή τό Καθολικό της τό ἔτος αὐτό, δέν εἶχαν ἀκόμα ἀνακαινισθεῖ. Ἔτσι ἡ μόνη λογική ἐξήγηση εἶναι, ἡ τοιχογραφία νά ἱστορήθηκε στήν τοιχοποιΐα προγενέστερου Ναοῦ, τμῆμα τῆς ὁποίας διατηρήθηκε καί συγχωνεύτηκε στήν καινούργια κατασκευή τοῦ 1783.

Ὅλα τοῦτα συνάδουν καί ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα ὅτι τό Καθολικό καί κατ’ ἐπέκταση ἡ σεβασμία Μονή τοῦ Ἀρχαγγέλου μας, προϋπῆρχε ἀναμφίβολα πολύ πρίν τήν ἀνακαίνιση τοῦ 1783. Γιά τό οὐσιαστικό ὅμως ἐρώτημα περί τοῦ ἀκριβοῦς χρόνου ἱδρύσεως, ὅλα τά παραπάνω, δέν μποροῦν νά δώσουν σαφή ἀπάντηση.

Τί ἀκριβῶς συνέβη καί ἡ Μονή στό μεσοδιάστημα ἀπό τό 1760 μέχρι τό 1783 μετεβλήθη σέ ἐρρείπια δέν γνωρίζουμε, λόγῳ ἐλλείψεως στοιχείων. Δέν ἀποκλείεται ἡ κατάρρευση τῶν οἰκοδομημάτων νά ὀφειλόταν στήν παλαιότητά τους, ἀλλά τό πιθανότερο εἶναι κάποια βαρβαρική ἐπέλαση, νά προξένησε ἀνυπολόγιστη καταστροφή. Αὐτή τήν ἀπογοητευτική εἰκόνα συνάντησε ὁ Ἱερομόναχος Νεόφυτος, ὅταν τό 1775 ἐπισκέφθηκε τόν πληγωμένο Πάνορμο καί ἔκτοτε ἔβαλε στόχο τῆς ζωῆς του καί πέτυχε, τήν ἐκ βάθρων ἀνοικοδόμηση τῆς περιώνυμης Μονῆς τοῦ Ταξιάρχου.

ΤΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ

Οἱ ἐργασίες γιά τήν ἀνοικοδόμηση τοῦ Καθολικοῦ (τοῦ κεντρικοῦ δηλ. Ναοῦ), ἄρχισαν πιθανόν τήν ἄνοιξη τοῦ 1776, ἀπό τόν Συμαῖο Ἡγούμενο, ἱερομόναχο Νεόφυτο Κακκακιό. Ὁ ἐν λόγῳ δραστήριος κληρικός βρίσκοντας τά πάντα ἐρρειπωμένα στόν Πάνορμο, ἀνέλαβε τόν δύσκολο ἀγῶνα τῆς ἀνασυγκροτήσεως καί ἀνασυστάσεως τοῦ Πανορμίτη. Ἡ ἀνάγκη τῆς ἀνοικοδομήσεως τῆς κατεστραμένης παλαιοτέρας Μονῆς ἦταν ἐπιτακτική. Ἡ ἤδη ἀθρόα προσέλευση τῶν προσκυνητῶν αὐξανόταν συνεχῶς καί παράλληλα γινόταν ἐντονότερο τό εὐσεβές αἴτημά τους γιά μεγαλύτερο χῶρο λατρείας, ἀντάξιο τῆς φήμης τῶν πολλῶν θαυμάτων τοῦ Πανορμίτη. Ἔτσι ὁ Νεόφυτος γιά νά συγκεντρώσει τά ἀπαραίτητα χρήματα γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ ἱεροῦ του πόθου, ταξίδεψε σέ διάφορα νησιά φτάνοντας μέχρι τήν Μυτιλήνη.

Ἡ Κοινότητα τῆς Σύμης στό μεταξύ τό 1777 γιά νά μήν χάνεται πολύτιμος χρόνος, μέ τήν συναίνεση τοῦ Νεοφύτου διόρισε ἐπίσης Ἡγούμενο τοῦ Πανορμίτη τόν μεγαλύτερο σέ ἡλικία ἀδελφό του ἱερομόναχο Κάλλιστο, ὁ ὁποῖος μέχρι τότε ἡγουμένευε στήν Μονή τοῦ Μεγάλου Σωτῆρος (Νερᾶς) τῆς Σύμης. Οἱ δύο ἀδελφοί καταβάλοντας κυριολεκτικά ὑπεράνθρωπους ἀγῶνες καί προσπάθειες, ὕψωσαν τά τείχη τοῦ φρουριακοῦ συγκροτήματος καί ἀνεκαίνισαν ἐκ βάθρων τό Καθολικό πού ὁλοκληρώθηκε τήν 23η Μαΐου τοῦ 1783 καί ἔκτοτε διά τῆς φοβερᾶς προστασίας τοῦ Ταξιάρχου, διασώζεται ἀλώβητο.

Γιά τόν σκοπό αὐτόν, προσκάλεσαν τόν Ρόδιο ἀρχιτέκτονα «μαστρ’ Ἀναστάση Καρναβᾶ», ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τήν μελέτη καί τήν προσωπική ἐπίβλεψη τῶν ἐργασιῶν τοῦ νέου Καθολικοῦ. Ὁ προγενέστερος Ναός μᾶλλον μικρότερος, πιό ἄκομψος τοῦ σημερινοῦ καί ἑτοιμόρροπος, δέν ἔγινε προσπάθεια νά ἀνακαινισθεῖ, παρά μόνο διατηρήθηκε ἕνα μικρό τμῆμα τῆς τοιχοποιΐας στήν βορειοανατολική πλευρά του, πού ἐνσωματώθηκε στήν κατασκευή τοῦ καινούργιου. Ἔτσι, στήν ἴδια θέση θεμελιώθηκε οὐσιαστικά ἐξ ἀρχῆς νέος Ναός, ἡ ἀρχιτεκτονική τοῦ ὁποίου προσέλαβε ἐπιρροές τῆς Γοτθικῆς τέχνης, σύνηθες φαινόμενο στά Δωδεκάνησα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, κατάλοιπο ἀπ’ τό πέρασμα τῶν Σταυροφόρων τῆς Δύσεως. Οἱ ἐξωτερικές διαστάσεις του εἶναι 18 Χ 8 περίπου μέτρα.

Τό μνημεῖο ἀκολουθεῖ τό ρυθμό τῆς μονόχωρης σταυρεπίστεγης Βασιλικῆς, μέ «νευρωτά» σταυροθόλια. Ἡ στέγη διαγράφει δύο τέτοια σταυροθόλια, τά ὁποῖα τέμνουν ἐγκάρσια τήν κεντρική καμάρα σχηματίζοντας ἐπάλληλους σταυρούς. Ἐσωτερικά αὐτά στηρίζονται σέ γοτθικά τόξα κι αὐτά μέ τήν σειρά τους σέ ἕξι παλαιοχριστιανικούς μονόλιθους κίονες, ἐντοιχισμένους κατά τό ἥμισυ. Δύο ἀπό τούς κίονες φέρουν ἄκομψες κεφαλαιογράμματες ἐπιγραφές.

Στήν ἐξωτερική βόρεια πλευρά τοῦ Ναοῦ, ὑπάρχει ἐξαιρετική βυζαντινή τοιχογραφία τοῦ Τιμίου Προδρόμου, πού κρατάει στό δεξί χέρι εἰλητάριο μέ τήν συνήθη ἐπιγραφή: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ἡ εἰκόνα αὐτή, βρίσκεται στό τμῆμα ἐκεῖνο τῆς τοιχοποιΐας πού ἀνῆκε στόν προγενέστερο Ναό καί διατηρήθηκε καί στόν σημερινό. Ἐξωτερικά ἐπίσης, στό δεξί μέρος τῆς προσόψεως ὑπάρχει ἐντοιχισμένη μαρμαρόγλυπτη κτιτορική ἐπιγραφή, πού παρέχει πολύτιμες πληροφορίες γιά τήν ἀνέγερση τοῦ Ναοῦ καί ἀναφέρει τά ἑξῆς:

«ΚΑΤΑ ΤΟ ẠΨΠΓ (1783) ΜΑΙΟΥ ΚΓ΄ (23)

ΑΝΕΚΑΙΝΙΣΘΗ ΕΚ ΘΕΜΕΛΙΩΝ ΟΥΤΟΣ Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΝΕΡΜΙΩΤΟΥ ΣΥΝ ΠΑΣΗ ΤΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΕΞΟΔΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ. ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΔΕ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΡΟΔΟΥ ΚΥΡ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ, ΗΓΟΥΜΕΝΕΥΟΝΤΩΝ ΤΕ ΚΑΛΛΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΤΩΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΩΝ, ΕΠΙΤΡΟΠΕΥΟΝΤΟΣ ΔΕ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΥΡ ΧΑΤΖΗ ΜΙΧΑΗΛ ΤΣΑΤΑΛΙΟΥ. ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΔΕ ΩΝ ΜΑΣΤΡ’ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΡΝΑΒΑΣ ΡΟΔΙΟΣ.ΤΟΥΣ ΕΥΣΕΒΕΙΣ ΦΥΛΑΤΤΕ ΩΣ ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ.ΤΟΥΣ ΕΝ ΘΑΛΑΣΣΗ, ΠΛΕΟΝΤΑΣ ΕΥΟΔΩΣΟΝ ΩΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ. ΤΟΥΣ ΕΝ ΝΟΣΟΙΣ ΙΑΣΕ. ΠΑΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΕΙΣΕΡΧΟΜΕΝΟΥΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΝΑΟΝ ΣΟΥ ΕΝΘΑΔΕ ΚΑΙ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΑΛΟΥΝΤΑΣ ΣΕ ΒΟΗΘΗΣΟΝ ΕΝ ΤΑΧΕΙ ΙΝΑ ΤΙΜΩΣΙ ΤΗΝ ΣΗΝ ΜΕΓΙΣΤΗΝ ΧΑΡΙΝ.»

Ἐσωτερικά ὁ Ναός τυγχάνει πληθωρικά κατάγραφος. Στίς πρῶτες ἀψίδες τῶν πλευρικῶν μακρῶν τοίχων εἰκονίζονται ἀντικρυστά οἱ εἰκοσιτέσσαροι οἶκοι τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, ἐνῶ ἀντίστοιχα ψηλότερα ἀπεικονίζεται ὁ Ψαλμός «Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Κύριον» καί ὁ Θεομητορικός ὕμνος «Ἐπί Σοί Χαίρει…». Πάνω ἀπό τό ὑπέρθυρο τῆς κυρίας εἰσόδου, μεγαλειώδης ἀποτυπώνεται ἡ παράσταση τῆς «Ἑτοιμασίας τοῦ Θρόνου» ἤ πιό γνωστῆς ὡς Δευτέρας Παρουσίας. Στήν ὀροφή καί τά πλευρικά τῶν σταυροθολίων ὑπάρχει τό «Δωδεκάορτο». Στήν κατώτερη ζώνη εἰκονίζονται ἅγιοι, ἄνδρες καί γυναῖκες.

Στό ἐσώτερο τμῆμα ἐπίσης, στίς ἀψίδες τῶν πλευρικῶν μακρῶν τοίχων ἀποτυπώνονται ἀντικρυστά παραστάσεις θαυμάτων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στά ὁποῖα πρωταγωνιστεῖ ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ, ἐνῶ στά πλευρικά τῶν ἐκεῖ σταυροθολίων, ἀπεικονίζονται οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, ὅπως αὐτές περιγράφονται στά 11 Ἑωθινά Εὐαγγέλια. Ἰδιαίτερες εἶναι ἀκόμα οἱ παραστάσεις τῆς σφαγῆς τῶν νηπίων ὑπό τοῦ Ἡρώδου καί ἀκριβῶς ἀπέναντι ἡ μεγαλοπρεπής ἀπεικόνιση τῆς Θεοτόκου, ὡς Ζωοδόχου Πηγῆς.

Ἡ ἁγιογράφηση τῶν παραστάσεων αὐτῶν, πραγματοποιήθηκε τό ἔτος 1792 ἀπό τούς αὐτόχθονες ἁγιογράφους Ἱερομόναχο Νεόφυτο τόν Συμαῖο καί Κυριακό Καρακωστῆ. Τό συμπέρασμα αὐτό ἐξάγεται ἀπό τήν σαφῆ μαρτυρία τῆς ἐπιγραφῆς πού βρίσκεται στό ὑπέρθυρο τῆς εἰσόδου καί ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἀνιστορήθη οὗτος ὁ θεῖος καί πάνσεπτος Ναός τοῦ Ταξιάρχου Μιχαήλ τοῦ Πανερμιώτη διά συνδρομῆς Καλλίστου καί Νεοφύτου τῶν Ἱερομονάχων, δαπάνης δέ πάντων τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν ἀρχιερατεύοντος τοῦ πανιεροτάτου ἁγίου Ρόδου κυρίου Καλλινήκου, ἐπιτροπεύοντος Βασιλείου προσκυνιτοῦ. Ἐν ἔτει σωτηρίῳ 1792. Κατά μήνα Ἰούλιον. Χείρ Νεοφύτου Ἱερομονάχου καί Κυριακοῦ τῶν ἀπό Σύμης».

Ὁ Ἱερομόναχος Νεόφυτος ἀποτελεῖ ἕναν ἐκ τῶν κορυφαίων Συμαίων ἁγιογράφων, ὁ ὁποῖος δραστηριοποιεῖται κατά τό β΄ ἥμισυ τοῦ 18ου αἰῶνα τόσον στήν ἰδιαιτέρα του πατρίδα, ὅσον καί στά ὑπόλοιπα Δωδεκάνησα. Τό 1781, λίγα χρόνια νωρίτερα ἀπό τήν ἁγιογράφιση τοῦ Πανορμίτη, ἔχει ἁγιογραφήσει τόν Ναό τῆς Παναγίας Ἐλεούσης στίς Καλυθιές τῆς Ρόδου, συνεχίζει μέ τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου στό μικρό Χωριό τῆς Τήλου, ἐνῶ ἀρκετά χρόνια νωρίτερα εἶχε φιλοτεχνήσει Ναούς στήν Νίσυρο καί τήν Κάρπαθο. Μελετῶντας συγκριτικά τήν ἁγιογράφιση τῶν προαναφερομένων μνημείων, πιθανολογοῦμε ὅτι τήν χρονική στιγμή πού ἁγιογραφοῦσε τό Καθολικό τοῦ Πανορμίτη, βρίσκεται πρός τά τέλη τῆς ζωῆς του καί γιά τοῦτο συνεπικουρεῖται στήν ἐργασία του αὐτή ἀπό τόν ἐπίσης αὐτόχθονα Κυριακό Καρακωστῆ, πρᾶγμα πού δέν συνηθίζει στίς προηγούμενες δουλειές του. Τό ἀποτέλεσμα τῆς κοινῆς ἐργασίας τους, ἀποτελεῖ ἴσως τήν κορωνίδα καί ταυτόχρονα τό κύκνειο ἆσμα τῆς ἐν γένει καλλιτεχνικῆς δημιουργίας τοῦ Νεοφύτου.

Τά ἰδιαίτερα αὐτά καλλιτεχνικά δημιουργήματα, ἀπό τήν ἐποχή πού δημιουργήθηκαν καί μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, ἀφέθηκαν στήν φθορά τοῦ χρόνου. Μέχρι τό ἔτος 2001, ἡ γενική κατάσταση τῶν τοιχογραφιῶν τοῦ Πανορμίτη ἦταν λίαν ἐπιεικῶς, ἀπογοητευτική καί ἀπαράδεκτη. Οἱ αἰῶνες πού μεσολάβησαν ἀπ’ τήν δημιουργία τους ἄφησαν πάνω τους χαρακτηριστικά σημάδια φθορᾶς, αἰθάλης καί λήθης. Πυκνό στρῶμα μαύρης καπνιᾶς ἔκρυβε τούς πνευματικούς αὐτούς θησαυρούς ἀπό τά μάτια τῶν πολυπληθῶν προσκυνητῶν καί στεροῦσε τήν δυνατότητα μυήσεως στό ἰδιότυπο Συμαϊκό ζωγραφικό ὕφος τοῦ Νεοφύτου.

Οἱ ἁρμόδιες Ὑπηρεσίες τοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ τότε, ἀποστέλλοντας πεπειραμένους συντηρητές σέ μιά ὁμολογουμένως ἀξιέπαινη προσπάθεια ἐπί τέσσερα συναπτά ἔτη, κατόρθωσαν νά ὁλοκληρώσουν ἐπιτυχῶς τήν ἐπίπονη ἐργασία τοῦ καθαρισμοῦ καί ἐν μέρει τῆς αἰσθητικῆς ἀποκαταστάσεως τῶν εἰκονογραφικῶν θεμάτων.

Η ΙΕΡΑ ΕΙΚΟΝΑ

Ἡ ἐφέστια θαυματουργή ὑπερμεγέθης Εἰκόνα τοῦ Ταξιάρχου Μιχαήλ τοῦ Πανορμίτη, προκαλεῖ δέος καί κατάνυξη σέ κάθε εὐσεβῆ ψυχή. Βρίσκεται ἐντοιχισμένη στήν δεξιά ἐσωτερική πλευρά τοῦ Καθολικοῦ, δίπλα ἀπό τήν νοτία θύρα τοῦ Ἱεροῦ καί περιβάλλεται ἀπό ξυλόγλυπτο ἐπιχρυσωμένο εἰκονοστάσι. Πρόκειται γιά ξύλινη φορητή Εἰκόνα, ἡ ὁποία κατέχοντας ὑπερφυσικές διαστάσεις (2.20X1.30 m) ἐπισκοπεῖ καί λαμπρύνει τό χῶρο τοῦ Καθολικοῦ. Ἱστορικές πηγές καί γραπτές μαρτυρίες γιά τόν χρόνο κατασκευῆς καί τόν δημιουργό της, δυστυχῶς δέν σώζονται σήμερα καί ὡς ἐκ τούτου μόνο εἰκασίες μποροῦμε νά κάνουμε περί αὐτῶν.

Τό πιθανότερο εἶναι ὅτι κατασκευάστηκε ἴσως ἀπό τόν καταξιωμένο ἁγιογράφο Στελιανό Γενίτη τοῦ Ἰωάννου καταγόμενον ἀπό τόν Χάνδακα τῆς Κρήτης (σημερινό Ἡράκλειο). Ὁ Γενίτης πιθανολογεῖται πώς ἦρθε στήν Σύμη μετά τό ἔτος 1618 κατόπιν προσκλήσεως τῆς ἄλλης μεγάλης Μονῆς τοῦ νησιοῦ, αὐτῆς τοῦ Ρουκουνιώτη. Στήν Μονή αὐτή, κατασκεύασε τήν «λατρευτική» Εἰκόνα τοῦ Ταξιάρχου Μιχαήλ, καθώς καί μιά Εἰκόνα τῆς Φιλοξενίας τοῦ Ἀβραάμ. Τό πολύ σπουδαῖο στοιχεῖο εἶναι βέβαια, ὅτι καί στίς δύο ἐνυπογράφως διασώζει τό ὄνομά του. Ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Σ. Καρανικόλας ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Εἶναι δέ εἰκών τοῦ ἰδίου μεγέθους μέ τήν θαυματουργόν εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ τήν εὑρισκομένην εἰς τό Καθολικόν τῆς μονῆς Πανορμίτου…. Ἐπειδή καί ἡ ὁμοιότης περί τήν ζωγραφικήν τέχνην μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν εἰκόνων τῶν δύο τούτων Ἱερῶν Μονῶν εἶναι καταπληκτική, ἀγόμεθα εἰς τό συμπέρασμα ὅτι αὗται εἶναι ἔργα τοῦ ἰδίου ἁγιογράφου, ἡ ὑπογραφή τοῦ ὁποίου δέν ἀποκλείεται νά ὑπάρχῃ κάτωθι τῆς ἐπαργυρώσεως». Τήν ἄποψη τοῦ ἀειμνήστου Πρωτοπρεσβυτέρου, συμμερίζεται καί ὁ Συμαῖος θεολόγος Γεώργιος Ἀσκητής στήν σχετική μελέτη του γιά τήν Μονή Ρουκουνιώτη, «Ἡ ἐν Σύμῃ Ἱερά Σταυροπηγιακή καί Πατριαρχική Μονή Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ τοῦ Ρουκουνιώτου». Τοῦτο δέν εἶναι ἀπίθανο νά ἰσχύει, διότι τήν ἴδια ἀκριβῶς περίοδο ἡ διαφορετικῆς μορφῆς Μονή τοῦ Πανορμίτη, εἶχε δική της ἀκμή καί δόξα. Ἔτσι θέλοντας νά «συναγωνισθεῖ» ἁμιλλωμένη εὐγενῶς τήν Μονή Ρουκουνιώτη, ἀνέθεσε ἴσως στόν ἴδιο ἁγιογράφο, τήν ἱστόρηση τῆς μεγάλης Εἰκόνας τοῦ Πανορμίτη.

                                                                ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΡΟΥΚΟΥΝΙΩΤΗΣ

Ἐπίσης, μιά ἐπιπλέον ἔνδειξη προκύπτει ἀπό τήν σύγκριση τῶν ὅσων μέχρι σήμερα γνωρίζουμε γιά τίς δύο αὐτές Εἰκόνες, πού οὔτε λίγο οὔτε πολύ ἐπιδεικνύουν «βίους παράλληλους». Κατ’ ἀρχήν εἶναι ἴσως οἱ παλαιότερες, μεγαλύτερες καί μοναδικές φορητές Εἰκόνες τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ πού ὑπάρχουν στή Σύμη καί ἔχουν φιλοτεχνηθεῖ σέ ξύλινη ἐπιφάνεια. Οἱ διαστάσεις τους εἶναι σχεδόν παρόμοιες, μέ μικρότερη αὐτή τοῦ Πανορμίτη. Ὁ Ἀρχάγγελος καί στίς δύο, εἰκονίζεται ὁλόσωμος, ἐπιβλητικός καί θριαμβευτής, ἔχοντας ἀποτυπωμένη στήν θεϊκή μορφή του οὐράνια γαλήνη καί ὑπερκόσμια γλυκύτητα. Κάτω ἀπ’ τά πόδια του κείτεται ἀνθρώπινο πτῶμα, τήν ψυχή τοῦ ὁποίου μέ μορφή βρέφους κρατᾶ, ὑπενθυμίζοντας ἔτσι τήν ἰδιότητά του ὡς ψυχοπομποῦ Ἀγγέλου. Στό δεξιό χέρι ὁ Ταξιάρχης ὡς δεῖγμα δυνάμεως καί τῆς παρά Θεοῦ ἐξουσίας Του, βαστᾶ δίστομο ξίφος.

Ἐπίσης ἡ ἐπαργύρωσή τους ἔγινε ἀποδεδειγμένα ἀπό τόν ἴδιο τεχνίτη. Αὐτή τοῦ Πανορμίτη προηγεῖται κατά μία δεκαετία. Τό χρονικό τῆς ἐπαργυρώσεως ἔχει ὡς ἑξῆς: Τό ἔτος 1724 ἡ Μονή τοῦ Πανορμίτη εὑρισκομένη σέ μεγάλη ἀκμή καί δόξα, καλεῖ πρώτη τόν διάσημο ἀργυροχρυσοχόο Ἰωάννη Πελοποννήσιο γιά νά ἐπαργυρώσει τήν μεγάλη Εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Ὁ ξακουστός αὐτός τεχνίτης ἀνέλαβε πράγματι τό ἔργο καί μέ δαπάνες ὅλης τῆς κοινότητας τῆς Σύμης πολύ σύντομα τό ὁλοκλήρωσε, καταλίποντας στούς μεταγενεστέρους ἕνα δημιούργημα ὑψηλῆς καλλιτεχνικῆς καί θρησκευτικῆς ἀξίας. Οἱ σημαντικότατες αὐτές πληροφορίες μέ τήν μορφή ἰαμβικοῦ ἐπιγράμματος, διασώζονται σμιλεμένες στό ξίφος τοῦ Ταξιάρχη, καί ἐδῶ παραθέτουμε τό ἐπίγραμμα τοῦτο αὐτούσιο:

«Ζῶ ἐν τῷ ἄνω ποιοῦντα σε ἀρχέτη.

Ὤ τῆς Σύμης ἅπαντες δῶρα προσῆξαν

Ναυκράται, ἱερεῖς τε καί οἱ Κοινότης

Ἀργυράν προσάγουσι δ’ εἰκόνα τήν δε.

Σύ δ’ αὐτός περίσωζε τό οἴκημα

Τοῖς ἐμοῖς χρόνοις ἠξίωσ(α)ς ἰδεῖν με

Ὤ ἀρχηγέτα Κυρίου Ταξιάρχα

Ἀργυράν καί πάντιμον τήν σήν εἰκόνα

ὁ Νεόφυτος ἀρχιερεύς τῆς Ρόδου

Ἀλλ’ ὧ στρατηγέ τοῦ Θεοῦ τῶν ἁπάντων

Ψυχήν ἐμήν φύλαττε ὡς προ(τ)οστάτης

Καί γραμματοποιόν τοῦτον τόν θεῖον

Μέμνησθε πάντες Ἰωάννου Πελοπονήσου.

ΑΨΚΔ Μαρτίου ΙΘ΄». (sic)

Ἀπό τήν πολύτιμη αὐτή ἐπιγραφή, καθίσταται δυνατή ἡ ἐξακρίβωση τόσον τῆς ταυτότητος τοῦ δημιουργοῦ, ὅσον καί τῆς χρονολογίας κατασκευῆς τοῦ ἀσημένιου ἐπικαλύμματος. Ὁ Ἰωάννης Πελοποννήσιος, σύμφωνα μέ τήν σχετική μελέτη τῆς κ. Ἑλένης Ζαχαρίου-Μαμαλίγκα «Ἡ μεγάλη Εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ τοῦ Ρουκουνιώτη στή Σύμη», δραστηριοποιήθηκε στήν περιοχή τοῦ νοτιοανατολικοῦ Αἰγαίου, ἀπό τό 1722 ἕως τό 1753. Ἄν κρίνουμε ἀπό τήν αἰσθητική του ἀντίληψη καί τήν ἰδιαίτερη ποιότητα τῶν ἔργων του, ὑπῆρξε κορυφαῖος μεταξύ τῶν ἀργυροχρυσοχόων τῆς ἐποχῆς του, πρᾶγμα πού ὁδήγησε τούς Μοναχούς τοῦ Πανορμίτη στήν ἐπιλογή του. Δέν γνωρίζουμε βέβαια τόν τόπο πού ὁ τεχνίτης αὐτός εἶχε ἐπιλέξει ὡς βάση του καί εἶχε ἐγκαταστήσει τό ἐργαστήριό του. Υἱοθετοῦμε ὅμως τήν ἄποψη περί Ρουκουνιώτη τῆς κ. Ἑλ. Ζαχαρίου-Μαμαλίγκα καί θεωροῦμε πώς ἰσχύει καί γιά τόν Πανορμίτη, ὅτι δηλ. λόγῳ τοῦ μεγάλου μεγέθους τῆς Εἰκόνας, ὁ Πελοποννήσιος θά ἐγκαταστάθηκε γιά ἕνα διάστημα στήν Σύμη, ὅπου μελετῶντας τό χῶρο τοῦ Ναοῦ, τόν φυσικό φωτισμό καί τά χαρακτηριστικά τῆς συγκεκριμένης ἐπιβλητικῆς Εἰκόνας, ἄρχισε τήν κατασκευή τῆς ἀργυρόχρυσης ἐπικάλυψης. Ἔχοντας πλούσια ἐμπειρία, ἀκριβῶς δέκα ἔτη ἀργότερα, δηλ. τό 1734 ἐπανέρχεται στήν Σύμη, ὅπου κατόπιν προσκλήσεως τῆς Μονῆς Ρουκουνιώτη, ἐπαργυρώνει τήν ἐφέστια ὁμώνυμη Εἰκόνα της.

Στήν περίπτωση τῆς Εἰκόνας τοῦ Πανορμίτη, ἡ ἀρχική μορφή γιά ἄγνωστο λόγο ὑπέστη καταστρεπτική καί ἴσως ἀνεπανόρθωτη φθορά, πού μέχρι σήμερα διαπιστώνει κανείς νά ὑφίσταται σέ τμῆμα τοῦ ἀκαλύπτου λαιμοῦ τοῦ Ταξιάρχου. Ἰδιαιτέρως κατατοπιστική γιά τήν γενεσιουργό αἰτία φθορᾶς τέτοιου εἴδους, εἶναι ἡ περιγραφή τῆς πανηγύρεως τοῦ Πανορμίτη τοῦ ἔτους 1901 ὑπό τοῦ Δ. Χαβιαρᾶ. Ἐξ αὐτῆς καθίσταται σαφής ἡ καταστροφική συνέπεια τῆς ἀφελοῦς συνήθειας τῶν προσκυνητῶν, νά ἐπικολλοῦν «ἐπί τοῦ προσώπου τοῦ Ἀρχιστρατήγου νομίσματα ἀργυρᾶ καί χρυσᾶ». Καί ἄν τοῦτο συνεχιζόταν καί τό 1901, ἀντιλαμβάνεται κανείς τί θά συνέβαινε ἐνωρίτερα…

Γιά νά ἐπουλωθεῖ ἡ φθορά τῆς Εἰκόνας, φαίνεται πώς δέν ἦταν δυνατόν. Ἔτσι, κάποιος ταλαντοῦχος ζωγράφος ἐκλήθη ἀπό τήν Μονή καί ἀνέλαβε νά ζωγραφίσει ἐξ ἀρχῆς ἕνα νέο πρόσωπο, μία καινούργια μορφή, πού θά ὑποκαθιστοῦσε τήν φθαρεῖσα πρωτότυπη. Ὅπως εἶναι γνωστόν ἄλλωστε, ἐκεῖνα τά χρόνια ἦταν ἀρκετά συνηθισμένη πρακτική οἱ ἐπιζωγραφίσεις τῶν παλαιοτέρων Εἰκόνων. Πολλοί ζωγράφοι διέρχονταν τά μέρη τῆς πατρίδας μας καί κάλυπταν τίς κατά τόπους ἀνάγκες, δημιουργῶντας νέα ἔργα, τίς περισσότερες φορές ὅμως εἰς βάρος τῶν προγενεστέρων. Στήν συγκεκριμένη περίπτωση, φαίνεται ὅτι καί ὁ ζωγράφος τοῦτος συμπεριλαμβάνεται μεταξύ αὐτῶν καί ἐάν κρίνουμε ἀπό τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐργασίας του, ἀνάμεσά τους κατεῖχε ἰδιαίτερη θέση.

Ἡ τεχνοτροπία τῆς νέας μορφῆς τοῦ Ἀρχαγγέλου αὐτή τή φορά κατά τήν συνήθεια τῆς ἐποχῆς ἀκολούθησε δυτικά Ἀναγεννησιακά πρότυπα καί φιλοτεχνήθηκε μέ λάδι σέ μουσαμᾶ, ὁ ὁποῖος τοποθετήθηκε ἐπάνω τῆς ἀρχικῆς μορφῆς. Ἡ ἀκριβής χρονολογία τῆς ρηξικέλευθης τούτης παρεμβάσεως μᾶς εἶναι ἄγνωστη. Ἡ προσεκτική ὅμως παρατήρηση τοῦ καμβᾶ ἐπί τοῦ ὁποίου ζωγραφίστηκε ἡ σημερινή νεότερη μορφή τοῦ Ταξιάρχου καί ἰδιαιτέρως ὁ τρόπος προσαρμογῆς της, πιστοποιεῖ τήν τοποθέτησή της μετά τήν ἐπαργύρωση τῆς Εἰκόνας ἀπό τόν Πελοποννήσιο τό ἔτος 1724. Τό ἀργυρό φωτοστέφανο τοῦ Ταξιάρχου ἔχει ἀφαιρεθεῖ πρός στιγμήν ἀπό τήν ἀρχική του θέση, προφανῶς γιά νά τοποθετηθεῖ τό νέο δημιούργημα καί πάλι τοποθετήθηκε, πλήν ὅμως λίγο πιό ἀριστερά. Ἡ ἐλάχιστη αὐτή μετακίνηση, τεκμαίρεται ἀπό ὁρισμένες ὀπές τῶν στερεωτικῶν καρφιῶν του, πού παραμένουν ἀνοικτές μέχρι σήμερα. Ἀκόμη στό κενό πίσω ἀπ’ αὐτό, διακρίνεται τό ἐλαφρῶς φθαρμένο τελείωμα τοῦ μουσαμᾶ, ὁ ὁποῖος ἀκολουθεῖ τό σχῆμα καί τό μέγεθος τοῦ φωτοστεφάνου, ἀλλ’ ὅμως εἶναι ἐντελῶς ἀνεξάρτητος ἀπό τήν ὑπόλοιπη ξύλινη ἐπιφάνεια τῆς Εἰκόνας. Ἐπίσης εἶναι σαφῶς ὁρατό, ὅτι ὁ μουσαμᾶς μέ τήν ἐλαιογραφία τῆς μορφῆς τοῦ Ταξιάρχου, περιορίζεται μόνο στό ἄνοιγμα πού ἀφήνει ἡ ἀσημένια ἐπικάλυψη στήν περιοχή τοῦ προσώπου καί δέν ἐπεκτείνεται στό ἐλάχιστο κάτω ἀπ’ αὐτήν.

Ἐρωτήματα βεβαίως προκύπτουν πολλά καί δέν φιλοδοξοῦμε πώς μέ τήν παρουσίαση τῶν νέων αὐτῶν στοιχείων, θά ἀπαντηθοῦν ὅλα. Δέν μένει παρά εἰδικοί ἐπιστήμονες νά ἐξετάσουν μέ τίς σύγχρονες διαγνωστικές μεθόδους πού ἀφήνουν ἀνέπαφη τήν Εἰκόνα τό ὅλο ζήτημα, καί νά δώσουν ἔγκυρη καί ἀντικειμενική ἀπάντηση στό σημαντικότατο τοῦτο θέμα. Ὅπως καί νά ἔχει τό πρᾶγμα ὅμως, ἡ εὐσέβεια τοῦ Λαοῦ ἔχει γνωρίσει καί ἀποδεχθεῖ τόν Πανορμίτη μέ τήν γλυκύτατη αὐτή μορφή Του. Δι’ αὐτῆς πλήθη ἀνθρώπων ἑλκύονται καθημερινά στήν ἱστορική Μονή Του λαμβάνοντας ψυχική καί σωματική ἀνάπαυση, θάρρος καί δύναμη στόν ἀγῶνα τους γιά τήν ὑπερνίκηση τῶν ἀντιξοοτήτων τῆς πολυτάραχης αὐτῆς ζωῆς. Τέλος ἡ οὐράνια τούτη θωριά Του, ἐμπνέει καί ἐνισχύει κάθε φιλόθεη ψυχή στόν ὡραιότερο καί οὐσιαστικότερο τῶν ἀγώνων, ἔπαθλο τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ μετοχή τοῦ νικητῆ στό ἄκτιστο καί αἰώνιο φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.