Δέσποινα Μουζουράκη-Μαρτάκη: η πρώτη μαγείρισσα του Έμπωνα
Κοινωνία

Δέσποινα Μουζουράκη-Μαρτάκη: η πρώτη μαγείρισσα του Έμπωνα

Της
Νικολέτας Μακρυωνίτου
στο gastronomos.gr

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Κωνσταντίνος Κατζάκης

Η Δέσποινα Μουζουράκη-Μαρτάκη μάς μαγείρεψε γιαπράκια και λαχανένα με λαγό και μαγγούρες ξεροχυμιστές.

Ένα χαμόγελο-ζάχαρη είναι η κυρα-Δέσποινα, «η μαγείρισσα του χωριού», όπως την αποκαλούν όλοι στον αμφιθεατρικά χτισμένο Έμπωνα, που βρίσκεται στην πλαγιά του όρους Αττάβυρος και αγναντεύει τη Χάλκη. 95 Μαΐων πάνω κάτω, αλλά ποιος κρατάει λογαριασμό…

Κλασικό μοντέλο γιαγιάς, καπάτσας νοικοκυράς, ακούραστη και με τα πιο ευγενικά μάτια που έχω δει στη ζωή μου. «Η καλοσύνη της ψυχής αντανακλάται στο πρόσωπο», μου είπε. Με το ζόρι κρατήθηκα να μην τη φιλήσω. Μας κέρασε γλυκό του κουταλιού δροσάπιο, δηλαδή μικρό αχλάδι, και γλυκό κρασί ντόπιο από Αθήρι, Αμοργιανό και Μοσχάτο.

«Εν πίνω πολύ κρασί εγώ, αλλά ο Έμπωνας εβγάζειν το καλύτερο κρασί της Ρόδου». Καθίσαμε στο ντιβανάκι στο σπιτικό της, που ήταν πέρα για πέρα αληθινό, κι ας θύμιζε σκηνικό παλιάς ταινίας, και πιάσαμε να λέμε ιστορίες παλιές, προπολεμικές.

«Εγεννήθηκα στην Κω το ‘26. Η μάνα μου η Μερσίνα ήρθεν από τη Μικρασία κι ο πατέρας μου ο Μιχάλης ήτανε Μυκονιάτης. Ήρθαν το ’22 εδώ κι έκατσαν δύο χρόνια. Όμως δεν είχε δουλειές κι έτσι επήγαν στην Κω, όπου χτιζόντουσαν τα δικαστήρια κι άλλα έργα που έκαναν οι Ιταλοί.

Τεσσάρων χρονών με φέρανε πίσω στη Ρόδο. Εδώ δεν είχαν τίποτα, ο πατέρας μου ήταν μάστορας, έχτιζεν σπίτια, η μαμά μου δεν εδούλεψε ποτέ, 23 χρονών ήταν με δυο παιδιά. Δύσκολα χρόνια. Ούτε μολύβι δεν είχαμε να γράψουμε, ερχόμασταν από το σχολείον να βρούμε φαγητό, δεν εβρίσκαμε.

Έντεκα χρονών εδούλευα στους Ιταλούς που εμαζεύαν κουκουνάρες και βγάζαν τον σπόρο από μέσα, κι ήταν μια ελαφροδουλειά αυτή για εμάς. Έγινε και η Κατοχήν μετά κι ήρθαν τα πιο δύσκολα. Με χόρτα χορταίναμε. Και λες ο Θεός έριξεν τα χόρτα με το τσουβάλι εκείνη τη χρονιά.

Εδουλεύαμεν και σιγά-σιγά ορθοπατήσαμε. Οι Μικρασιάτες ήντο οι καλύτεροι Έλληνες, οι καλύτεροι χριστιανοί και οι καλύτεροι νοικοκυραίοι. Αυτοί εφήσαν τις περιουσίες τους εκεί, αλλά φέραν τις αξίες που είχαν μέσα τους. Όπου στην Ελλάδα επήγαν κι εκαθήσαν, εκάμαν κατάσταση. Ο θείος μου, της μαμάς μου ο αδερφός, είχεν εστιατόριο και εδουλεύαν μέσα υπαλλήλοι. Ο άλλος είχε φουρνάρικο, κι εβγάζαν ποσότητες.

28 χρονώ επαντρεύτηκα Εμπωνιάτη. Εκάμαμεν 4 παιδιά, 12 εγγόνια και 3 δισέγγονα. 60 χρόνια παντρεμένοι ήμαστεν. Εδούλεψα 36 χρόνια στο σχολείο καθαρίστρια. Τότες πια καλοπερνούσαμε, κι έκαμα κι εγώ αυτό το σπίτι. Όταν ο ήλιος έπεφτε, λέγαμε «ώρα της τσούκας», δηλαδή του τσουκαλιού. Εκάναμε κουκιά, εκάναμε φακές, γιαπράκια. Ένας που είχε καφενέ κάθε Κυριακή έσφαζε μιαν κατσίκαν που κρέμονταν απόξω στο τσιγκέλιν, σε ένα δέντρο. Το κάναμεν με τις πατάτες γιαχνί. Τι νόστιμον που ήντανε.

Κατσικερό κρέας κάναμε και με το πιργιούρ [πλιγούρι] στην τσούκα με το μούζι [πήλινο τσουκάλι μουντζουρωμένο από τη φωτιά]. Εβάζαμεν για νοστιμιά τη μακριά μυρωδιά [κύμινο] και τη μυρωδιά [κόλιανδρο]. Επειδής δεν είχε να φάμε τίποτε άλλο, μας εφαίνονταν νόστιμα αυτά τα φαγητά. Είχαμε και χορτόπιτες, κατμέρια που τα κάναμε μια στοίβα να έρθουν οι άντρες να φάνε. Παίρναμε και ψάρια όταν έφερνε ο ψαράς. Το μαριδάκι το ψιλό το κάναμεν στο τηγάνι. Το επερνούσαμε στο βρουλάκι και το τηγανίζαμε και γινόνταν σαν πιτίτσα. Η μαμά μου τα πέρναγε στον χυλό και τα έκανε πιταρούδια. Τότενες ήμουν πρώτη μαγείρισσα σε βαφτίσεις και σε γάμους. Μέχρι και χρήματα μου δίνανε για να με κλείσουν».