Μιχάλης Κλάψης - Τέμπη
Δωδεκάνησα

Μιχάλης Κλάψης – Τέμπη: Η συγκλονιστική περιγραφή φοιτητή από τους Λειψούς

Δωδεκανήσιος φοιτητής περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο στον «RV» πώς βγήκε ζωντανός από το τρένο του θανάτου και έσωσε κι άλλες ζωές! (ΗΧ)
Ο Μιχάλης Κλάψης από τους Λειψούς μίλησε για όλα όσα έζησε στο μοιραίο Intercity 62 στα Τέμπη
Ένα νέο παιδί της διπλανής πόρτας, φοιτητής από τους Λειψούς, που βρισκόταν στο μοιραίο Intercity 62 που εκτροχιάστηκε στα Τέμπη και κόστισε τις ζωές σε δεκάδες ανθρώπους, έγινε ένας από τους «σύγχρονους ήρωες» που όχι μόνο κατάφεραν να ξεπηδήσουν από τα φλεγόμενα βαγόνια ζωντανοί, αλλά βοήθησε ώστε να σωθούν και άλλες ζωές.

Ο Μιχάλης Κλάψης ο οποίος βρίσκεται πλέον στην Θεσσαλονίκη, προσπαθώντας να αναρρώσει πλήρως και να συνειδητοποιήσει τι έζησε, μίλησε σήμερα στον Real Voice 99.5 και στην «Ανοιχτή Γραμμή» με την Δέσποινα Κουλούμπρη, για το άσχημο παιχνίδι που παραλίγο να του παίξει η μοίρα με το λάθος στην έκδοση εισιτηρίου, για τα πρώτα λεπτά μετά την σύγκρουση, για το ψυχικό σθένος που βρήκε ώστε να βοηθήσει κι άλλους που είχαν ανάγκη, για τον τρόπο που κατάφερε να επικοινωνήσει με την μητέρα του και για την εικονίτσα του Αγίου Λουκά που έχει πάντα μαζί του.

 

Ο φοιτητής του Εμπορικού Ναυτικού, ο οποίος δεν έχει σταματήσει να λαμβάνει συγχαρητήρια και ευχές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τις αξιέπαινες πράξεις του, ξεκίνησε λέγοντας ότι «ήμουν στο 3ο βαγόνι, στην θέση 54 συγκεκριμένα. Αρχικά δεν θα έφευγα με αυτό το τρένο, αλλά με το προηγούμενο. Είχε γίνει ένα λάθος εκεί που κόβουν τα εισιτήρια. Είχα κατέβει από το Σάββατο και είχα ζητήσει να μου κόψουν ένα εισιτήριο για την Τρίτη στις 17:20. Μου το έκοψαν από λάθος για την Τετάρτη, δεν το είχα καταλάβει όμως γιατί δεν είχα δει τις ημερομηνίες! Μπήκα στο τρένο και ήρθε μια κοπέλα και μου είπε “συγγνώμη κάθεστε στη θέση μου” και απάντησα “μισό λεπτό να το τσεκάρω”. Ελέγχω τη θέση και το βαγόνι ήταν μια χαρά και βλέπω την ημερομηνία επάνω και λέει 1 Μαρτίου, δηλαδή την επόμενη ημέρα» και συνέχισε την περιγραφή του αναφέροντας πως «λέω έχει γίνει λάθος, αναγκαστικά πρέπει να βγω έξω, γιατί ήταν γεμάτο το τρένο. Βγήκα από το τρένο τσίμα – τσίμα, δύο λεπτά πριν φύγει. Πήγα στα εκδοτήρια λέω έχει γίνει λάθος και μου απάντησαν ότι “θα σου το στο αλλάξουμε και θα φύγεις με το επόμενο”».

Ο Δωδεκανήσιος σπουδαστής ακολούθως εξήγησε : «Περίμενα το επόμενο, ξεκινήσαμε και σε κάποια στιγμή σταματήσαμε, δεν θυμάμαι σε ποια στάση. Μας ενημέρωσαν ότι θα έχουμε 15 λεπτά καθυστέρηση. Λίγο αργότερα μας ενημέρωσαν ότι θα φτάσουμε στην Θεσσαλονίκη γύρω στις 12:25».

Περιέγραψε παράλληλα τα πρώτα δευτερόλεπτα της σύγκρουσης: «Λίγο μετά έγινε το συμβάν. Δεν καταλάβαμε κάποιο φρενάρισμα ή κάτι άλλο. Το πρώτο χτύπημα ήταν αυτό που τρακάραμε, που υπήρξε και η λάμψη όπως δείχνουν τα βίντεο, το δεύτερο χτύπημα ήταν αυτό που πέσαμε κάτω και το τρίτο ήταν αυτό που σταματήσαμε».

Πώς αντέδρασε όμως ο ίδιος; «Όταν συνέβη αυτό, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πιάσω να δω αν έχω χέρια πόδια, έπιασα το πρόσωπο να δω αν έχω χτυπήσει στο κεφάλι. Είχα αίματα, αλλά δεν ήταν δικά μου, ήταν από τον μπροστινό μου!».

Ο Μιχάλης Κλάψης ξεκίνησε να ξετυλίγει σιγά – σιγά το «κουβάρι»: «Στον μπροστινό μου είχε ξεκολλήσει η καρέκλα από το πάτωμα, είχε κολλήσει πάνω μου. Όλη η πλαϊνή μεριά στα δεξιά είχε ανοίξει όλη, είχαν σπάσει τα παράθυρα. Αφού πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα, βρίσκω το μπουφάν μου, το παίρνω και σηκώνομαι. Βάζω το μπουφάν μου, βρίσκω ένα μπουκαλάκι κάτω, το βάζω στην τσέπη μου, γιατί δεν ήξερα πόση ώρα θα κάτσουμε μέσα στο τρένο, μέχρι να καταλάβουμε τι γίνεται. Απευθείας το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό με τόσες φωνές που άκουγα να φωνάζουν βοήθεια, ήταν να βοηθήσω».

«Παρόλο που είχαμε τις κοπέλες και τον υπόλοιπο κόσμο να φωνάζουν βοήθεια, εγώ και τα άλλα παιδιά που βοηθήσαμε ήμασταν ψύχραιμοι. Κανένας δεν έφυγε, το πρώτο πράγμα που σκεφτήκαμε ήταν να βοηθήσουμε. Είχα μια μητέρα δίπλα μου, η οποία πριν από λίγο με βρήκε στο facebook, μου έστειλε μήνυμα και μου είπε τόσα ευχαριστώ, μιλήσαμε στο τηλέφωνο και θα βρεθούμε να δω και το μωρό. Είναι η μητέρα που τάιζε το μωρό δίπλα μου. Μου είπε ότι τα ευχαριστώ που μπορώ να σου πω που με βοήθησες είναι λίγα», υποστήριξε.

Οι περιγραφές του για το πώς κατάφερε λεπτό προς λεπτό να βοηθήσει τους συνεπιβάτες του κόβουν την ανάσα: «Εκείνη την ώρα άκουσα την μητέρα να λέει “το μωρό μου, το μωρό”, μου ζήτησε να την βοηθήσω να το βρει, της είπα “ηρέμησε και θα το βρούμε, θα το βρούμε”! Ξεκινήσαμε να ψάχνουμε, βρήκα ένα κινητό, δεν ήταν το δικό μου γιατί το έχασα. Ανάψαμε φακό και βρίσκουμε το μωρό κάτω από τα καθίσματα. Βγάζουμε το μωρό, το παίρνει η μάνα κατευθείαν, δίνω πιο μπροστά την μητέρα με το μωρό στα άλλα παιδιά και την κατεβάζουμε από το βαγόνι», υπογράμμισε ο Μιχάλης Κλάψης και συνέχισε: «Είχε μια άλλη κοπέλα δίπλα μου, μου είπε “σε παρακαλώ είμαι από μακριά βοήθησέ με”, την βοηθάω και την βγάζω στην μεριά που ήταν και τα άλλα παιδιά και περίμενε εκεί. Μπροστά ήταν το ζευγάρι που ξεκόλλησε η καρέκλα, μικροί σε ηλικία, μάλλον φοιτητές ήταν. Μου φώναζε το αγόρι, ήταν μέσα στα αίματα, μου λέει “αδερφέ βοήθεια, η κοπέλα μου”. Του φώναζα “θα την βγάλουμε, θα την βγάλουμε”. Η κοπέλα αυτή ήταν η μισή από μέσα και η μισή απ’ έξω. Είχε σπάσει το παράθυρο και απ’ έξω την είχαν πλακώσει οι λαμαρίνες».

Ο ίδιος εξήγησε ότι αυτό που ζούσε ήταν «όπως στις ταινίες και ακόμα χειρότερα, το ζεις! Του λέω “ένα λεπτό γιατί είναι σφηνωμένη”. Προσπαθώ να ανοίξω τις λαμαρίνες με το πόδι, τις ανοίγω, τις ξεκολλήσαμε κάπως. Την πιάνω από τη μέση την κοπέλα έτσι όπως ήταν διπλωμένη στο παράθυρο, την σηκώνω και του λέω “αδερφέ βοήθα λίγο πιάσε από το χέρι και το στήθος και τράβα την να την ξεκολλήσουμε. Την καθίζω πάνω στην καρέκλα, γιατί το άλλο παιδί δεν είχε και πολλή δύναμη, πιάνω και είχε σφυγμό. “Έχει σφυγμό, δώσε μου λίγο χρόνο να βγω έξω, να δω τι γίνεται και να πάρω λίγο αέρα” του είπα».

Η περιγραφή του για το πώς βρήκε ένα άλλο ανοιχτό κινητό, το οποίο χρησιμοποίησε ως φακό, απλά συγκλονίζει: «Βγαίνω έξω, είχε αρκετό ύψος γιατί είχε αναποδογυρίσει και πάτησα πάνω στις ρόδες του βαγονιού για να κατέβω. Μόλις κατέβηκα έβγαλα το μπουκαλάκι με το νερό, ήπια μια γουλιά, βλέπω την καπνίλα γύρω, ήταν ακόμη χειρότερα έξω. Βάζω κατευθείαν την κουκούλα μου στο στόμα γιατί δεν μπορούσα να πάρω αέρα και ακούω τα παιδιά από πάνω ότι πρέπει να σπάσουν κι άλλο παράθυρο. Μέχρι να το σπάσουν ανέβηκα κι εγώ, έβγαλα την κοπέλα έξω που μου ζήτησε βοήθεια, ήρθαν και δυο άλλα παιδιά, δεν ξέρω αν ήταν από το δικό μας βαγόνι ή από άλλο και βοηθούσαν κι αυτοί απέξω να κατεβάσουμε τον κόσμο. Μπαίνω ξανά μέσα και βρίσκω ένα κινητό που ήταν αναμμένο, έπαιζε youtube! Λέω πάλι καλά που ήταν ανοιχτό. Άναψα τον φακό πάω πίσω στο παιδί, μου ζήτησε να βγάλουμε την κοπέλα του αλλά του απάντησα «είναι ψηλά δεν μπορούμε να την βγάλουμε, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να την πάμε λίγο πιο μπροστά δίπλα στο παράθυρο. Πιάνω το βαρύ επάνω μέρος και του ζήτησα να πιάσει τα πόδια για να με βοηθήσει. Έτσι όπως ήταν η κλίση του βαγονιού έπρεπε να πατάμε στην άκρη πάνω στις καρέκλες. Αν πατούσες κάτω έφευγες πάνω στα συντρίμμια. Περπατούσαμε με δυσκολία, κάναμε συνέχεια στάσεις. Την ακουμπάμε πάνω στις καρέκλες ώστε να είναι το σώμα της σε μια ευθεία, για να μπορεί να πάρει κάπως αέρα».

Επιπλέον κατέθεσε και την μαρτυρία του για το πόσο μεγάλο ήταν το σοκ που δεν μπορούσε να βοηθήσει δύο κυρίες: «Αφού τελειώσαμε αυτό, ακούω γύρω μου δύο μεγάλες γυναίκες να ζητούν βοήθεια. Η μια ήταν πολύ χαμηλά, είχε φύγει με τα συντρίμμια και τις καρέκλες και η άλλη ήταν δίπλα στα σπασμένα παράθυρα και είχε σφηνώσει. Ζητήσαμε να μείνεις ξύπνιες και θα έρθει βοήθεια, γιατί εμείς δεν μπορούσαμε να κάμουμε κάτι. Συνέχισαν να φωνάζουν βοήθεια. Όταν φωνάζει κάποιος βοήθεια και δεν μπορείς να βοηθήσεις, είναι ένα μεγάλο σοκ».

Ακόμη πιο συγκλονιστική είναι η περιγραφή της επικοινωνίας με την μητέρα και την οικογένειά του: «Κατεβαίνω από το βαγόνι για να πάρω αέρα γιατί δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πάρω την μητέρα μου τηλέφωνο. Απαντάει μου λέει “ναι;” και της λέω “είμαι καλά, το βαγόνι έφυγε από τις ράγες, μην μου κλείσεις το τηλέφωνο γιατί δεν ξέρω αν ξανανοίξει”. Ξυπνάει και τον αδερφό μου, έρχεται στο τηλέφωνο μιλούσαμε και του είπα να κρατήσει ανοιχτό το τηλέφωνο μέχρι να βρω βοήθεια. Πάω βρίσκω τους αστυνομικούς και με παίρνει τηλέφωνο μητέρα του παιδιού που είχα βρει το κινητό του. “Είμαι η μητέρα του Γιώργου, είναι καλά και είναι κάπου εκεί γύρω”. Ο Γιώργος ήταν με τον φίλο του τον Γιάννη που είχα πάνω του το κινητό του και ενημέρωσε την μητέρα του. Ο Γιάννης στο μεταξύ όπως βοηθούσε να βγουν έξω, έπεσε χημικό στα μάτια του. Τον πήρε η αστυνομία με το περιπολικό, γιατί μέχρι και εκεί έβαζαν κόσμο και τους πήγαιναν στα νοσοκομεία. Είχε τόσο πολύ κόσμο. Έφυγε με άλλα πέντε άτομα μαζί με το περιπολικό».

Ο συνταξιδιώτης του ο Γιώργος τελικά δεν έφυγε στιγμή από το πλευρό του μέχρι να φτάσουν στη Θεσσαλονίκη: «Με βρίσκει ο Γιώργος του δίνω το κινητό, τον έπαιρνε συνέχεια η μάνα μου τηλέφωνο και τον ευχαριστώ γιατί ήταν συνέχεια μαζί μου, είναι λίγο μεγαλύτερος στην ηλικία από εμένα. Ήταν συνέχεια μαζί μου, φοβήθηκε λίγο, γιατί ήξερε ότι πονάω τα πλευρά μου. Πήγαμε βρήκαμε έναν αστυνομικό μετά από αρκετό χρονικό διάστημα και μας είπε “πηγαίνετε προς τα εκεί, έχει λεωφορεία για Θεσσαλονίκη”. Μπήκαμε μέσα με ρωτάει άλλος αστυνομικός πονάς κάπου, απάντησα στα πλευρά και μου λέει “κι αν είναι κανένα αιμάτωμα; Όχι όχι πήγαινε με το ασθενοφόρο” και απάντησε ότι δεν χρειάζεται ας πάνε οι πιο βαριά τραυματισμένοι. Έβλεπες αυτή την φρίκη, έβγαιναν με καμένα και σφαγμένα χέρια και δεν ήξερε αν είναι αυτό το χέρι του ή όχι. Με ρώτησε ξανά ο αστυνομικός “με δικιά σου ευθύνη;” και απάντησα ναι».

Ευτυχώς για τον Μιχάλη μόλις έφτασε στην συμπρωτεύουσα τον περίμεναν οι επιστήθιοι φίλοι του, όπου τον πήγαν στο νοσοκομείο: «Κάναμε δύο ώρες να φτάσουμε στην Θεσσαλονίκη. Με περίμεναν εκεί οι φίλοι μου που είχαν πάρει το τηλέφωνο του παιδιού που ήταν μαζί μου από την μητέρα μου. Με πήγαν κατευθείαν στο νοσοκομείο στο ΑΧΕΠΑ. Το είπα και θα το ξαναπώ. Μέσα σε τόσο κόσμο και τέτοιο πανικό, κατάφεραν και ήταν ψύχραιμοι και τόσο οργανωμένοι όλοι, που εμένα που δεν ήμουν τόσο βαριά τραυματίας με εξέταζαν ένα δίωρο, με διπλοτσέκαραν. Ακτινογραφία, υπέρηχο, αιματολογικές, τα πάντα. Δόξα τον θεό έφυγα με λίγες μικρογρατζουνιές και έναν πόνο στα πλευρά».

Ο φοιτητής από τους Λειψούς μίλησε και για την εικόνα του Αγίου Λουκά που έχει πάντα μαζί του: «Πάντα μαζί μου κουβαλάω μια μικρή εικόνα του Αγίου Λουκά του γιατρού. Είμαι φοιτητής του εμπορικού ναυτικού και έχω κάνει ένα ταξίδι. Τον Άη Λουκά και από πιο παλιά, τον έχω πάνω απ’ όλα! Τον έχω πάντα μαζί μου. Και που τον  είχα χάσει, μου τον βρήκαν. Τον έχω πάντα στο πορτοφόλι μου. Νομίζω ότι εκείνος μου έδωσε την δύναμη να κάνω όλο αυτό».

Παραδέχεται μάλιστα ότι «το μέγεθος της τραγωδίας το κατάλαβα μόλις είδα ειδήσεις. Δεν ήξερα ότι ήταν τόσο τεράστιο το μέγεθος της τραγωδίας. Μου είπε η μητέρα μου να έρθει να με βρει και της είπα όχι. Στα μέσα μεταφοράς αυτή την στιγμή φοβάμαι να μπω» και με τρεμάμενη φωνή που είναι έτοιμη να σπάσει από την συγκίνηση αναφέρει πως «εμένα η μάνα μου θα με ξαναδεί τουλάχιστον. Οι οικογένειες που δεν θα ξαναδούν τα παιδιά τους; Αυτούς που θα πάνε να τα θάψουν και θα είναι μια άδεια κάσα και δεν θα έχουν κάτι μέσα;»

Τέλος περιγράφει το όνειρο που τελικά ήταν εφιάλτης και εξομολογείται ότι σκέφτεται να ζητήσει βοήθεια: «Μου φαίνεται σαν ένα όνειρο, λες και μόλις έχω ξυπνήσει. Αλλά τελικά ήταν πραγματικό! Ευτυχώς δεν ήταν κανένας φίλος μου μέσα, κανένας κοντινός μου άνθρωπος. Γιατί θα είχα τεράστιες τύψεις αν πάθαινε κάποιος δικός μου κάτι! Σκέφτομαι να πάω σε ψυχολόγο, γιατί τις δύο τελευταίες ημέρες κατάλαβα πόσο μεγάλο ήταν το πρόβλημα. Δεν γίνεται να μην βρίσκουν τα σώματα των παιδιών…».

ΑΚΟΥΣΤΕ ΕΔΩ