Η Διεύθυνση Κοινωνικής Πολιτικής και Υγείας του Δήμου Ρόδου ανταποκρινόμενη
στις ανησυχίες και τους προβληματισμούς μίας σημαντικής μερίδας συμπολιτών μας όπως
αυτά εκφράζονται μέσα από την καθημερινή επαφή μαζί τους, προτίθεται να συμβάλλει
ενεργά στην πολύπλευρη ενημέρωση και ευαισθητοποίηση σε θέματα ειδικότερου και
ευρύτερου ενδιαφέροντος.
Σε αυτή την κατεύθυνση, το εξειδικευμένο επιστημονικό
προσωπικό του Κέντρου Κοινότητας Δήμου Ρόδου με Παράρτημα Ρομά, των Δομών
Υποστήριξης Γυναικών (Συμβουλευτικό Κέντρο Γυναικών και Ξενώνας Φιλοξενίας
Γυναικών θυμάτων βίας), του ΚΗΦΗ, του ΚΑΠΗ και του προγράμματος Βοήθεια στο Σπίτι,
ανοίγει δίαυλο επικοινωνίας με τους Δημότες μέσα από τη δημοσίευση ενημερωτικών
άρθρων ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Ευελπιστούμε ότι η πρωτοβουλία αυτή θα
αγκαλιαστεί από τους συμπολίτες μας αποτελώντας ένα γόνιμο πεδίο σκέψης και ανάληψης
δράσεων.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗΣ: ΠΩΣ ΝΑ ΘΕΣΟΥΝ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΑΣΦΑΛΗ
ΚΑΙ ΥΓΙΗ ΟΡΙΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Γράφει η Ευαγγελία Χατζημιχαήλ, Ψυχολόγος του Κέντρου Κοινότητας Δήμου Ρόδου με
Παράρτημα Ρομά. Για περισσότερες πληροφορίες, διεύθυνση: Ερυθρού Σταυρού 12 Α ,
τηλέφωνο 22412 40517, e-mail: exatzimichail@rhodes.gr
Ορισμός Οριοθέτησης και η σημασία των ορίων για την ανάπτυξη υγιών
προσωπικοτήτων στα παιδιά:
Όπως τα λουλούδια, έτσι και τα παιδιά για να αναπτυχθούν χρειάζονται αγάπη, χρόνο
και στοργή. Τα παιδιά όμως, για να έχουν μια υγιή ψυχοσωματική ανάπτυξη, χρειάζονται
επιπλέον την οριοθέτηση στη συμπεριφορά τους. Με τον όρο «οριοθέτηση» νοούνται οι
κανόνες που εφαρμόζουν οι γονείς στη διαπαιδαγώγηση και ανατροφή των παιδιών. Οι
κανόνες αυτοί μπορεί να αφορούν στον ύπνο, τη διατροφή, το διάβασμα, τις επιλογές
διασκέδασης, τις εξόδους και την αρνητική συμπεριφορά των παιδιών. Τα παιδιά
μεγαλώνοντας συνειδητοποιούν πως συνυπάρχουν και με άλλους ανθρώπους όμως δε
μπορούν να διαχειριστούν – οριοθετήσουν τη συμπεριφορά τους ώστε να εκφράζουν τις
επιθυμίες τους και, ταυτόχρονα, να δίνουν χώρο και να σέβονται τους άλλους. Έτσι, η
οριοθέτηση που πρέπει ενωρίς να εφαρμόζεται στη ζωή των παιδιών εκ μέρους των γονέων,
λειτουργεί σαν ένα «προστατευτικό δίχτυ ασφαλείας» που τους μαθαίνει να συνυπάρχουν
αρμονικά με τους γύρω τους, να σέβονται τόσο τον προσωπικό τους χώρο όσο και των άλλων
και να εκφράζουν τα συναισθήματα και τις ανάγκες τους με άμεσο, υγιή και λειτουργικό
τρόπο.
Τα όρια βοηθούν τα παιδιά να κατανοήσουν τις προσδοκίες των γονέων τους, άρα
σχετίζονται με τη διδασκαλία και όχι με την τιμωρία. Οι γονείς καθοδηγούν και
συμβουλεύουν τα παιδιά, κάνοντας αναφορά σε σταθερούς κανόνες και αρχές τις οποίες
πρεσβεύει η εκάστοτε οικογένεια. Τα όρια βοηθούν επίσης να κατανοήσουν τα παιδιά τους
κανόνες τόσο για τα ίδια όσο και για τους άλλους. Και αυτό γιατί αφορούν στην εκμάθηση
των κοινωνικών κανόνων και στον σεβασμό της ατομικότητας, έχοντας ως αποτέλεσμα την
αυτονομία τους και την ομαλή κοινωνική τους προσαρμογή και ένταξη. Η βιβλιογραφία
που αφορά στην οριοθέτηση των παιδιών είναι εκτενής και τονίζει πως όσο πιο νωρίς
ξεκινά στη ζωή τους τόσο καλύτερα.
Κι αυτό γιατί αν οι γονείς μαθαίνουν στα παιδιά ήδη
από τη νηπιακή τους ηλικία να οριοθετούνται, ουσιαστικά τους μαθαίνουν να ελέγχουν τη
συμπεριφορά τους, να αποκτούν επίγνωση των συναισθημάτων τους και να τα εκφράζουν
με υγιή τρόπο, να δέχονται κανόνες, να έχουν υπευθυνότητα και αυτοπεποίθηση, να είναι
ανεξάρτητα, να επιλύουν προβλήματα και να αποκτούν καλές κοινωνικές δεξιότητες. Τα
όρια δε σημαίνουν απαγόρευση, υπερπροστασία και στέρηση της ελευθερίας. Αντιθέτως,
είναι μια μορφή εκπαίδευσης γιατί δείχνουν, φωτίζουν και καθοδηγούν. Αν δεν υπάρχουν
σαφή όρια σε μια οικογένεια, τα παιδιά δε μαθαίνουν την εκτίμηση, τον σεβασμό απέναντι
στους άλλους και την υποχώρηση.
Για παράδειγμα, ένα παιδί που δεν έχει ακούσει ποτέ
«όχι» από τους γονείς του, πώς μπορεί να δημιουργήσει υγιείς φιλικές σχέσεις με
συνομηλίκους του στο σχολείο; Θα δυσκολευτεί να δημιουργήσει πραγματικούς φίλους
γιατί περιμένει από τους άλλους να ικανοποιούν άκριτα όλες τις ανάγκες και επιθυμίες του,
ενώ παράλληλα θα δε μπορεί να εκτιμήσει το οτιδήποτε, εφόσον θεωρεί τα περισσότερα
πράγματα δεδομένα. Τα παιδιά επομένως, νιώθουν ανασφάλεια και βιώνουν συχνά την
απόρριψη εάν δεν υπάρχουν σαφή όρια εκ μέρους των γονέων τους. Και αυτό γιατί τα όρια
λειτουργούν σαν «πύλες», πίσω από τις οποίες τα παιδιά νιώθουν ασφάλεια γιατί θέλουν να
ξέρουν πως βρίσκονται υπό την προστασία και την καθοδήγηση των γονέων τους.
Χαρακτηριστικά υγιών ορίων για τα παιδιά:
Προκειμένου να τεθούν υγιή όρια στα παιδιά εκ μέρους των γονέων, πρέπει να
λαμβάνονται υπόψη κάποιες σημαντικές παράμετροι:
Η ηλικία του παιδιού παίζει πρωταρχικό ρόλο, καθώς αντιπροσωπεύει διαφορετικά
στάδια ανάπτυξης (αναπτυξιακές βαθμίδες). Για παράδειγμα, ένα παιδί νηπιακής ηλικίας
(2-6 ετών) δεν θα πάει την ίδια ώρα για ύπνο με ένα παιδί σχολικής ηλικίας (6-12 ετών).
Επιπρόσθετα, προτού οι γονείς θέσουν όρια στα παιδιά θα πρέπει να υπολογίσουν και τα
ιδιαίτερα στοιχεία του χαρακτήρα των παιδιών αλλά και τις αξίες / αρχές της οικογένειάς
τους. Δεν είναι εφικτό να μπαίνουν τα ίδια όρια σε όλες τις οικογένειες.
Η συνέπεια εκ μέρους των γονέων όταν θέτουν όρια στα παιδιά αποτελεί
ακρογωνιαίο λίθο της όλης διαδικασίας. Όταν τα όρια καταπατώνται από τα παιδιά και οι
γονείς κάθε φορά έχουν διαφορετική αντιμετώπιση, τότε τα παιδιά λαμβάνουν ασαφή και
μπερδεμένα μηνύματα. Επιπλέον, συνέπεια πρέπει να υπάρχει και από τους δύο γονείς.
Εάν για παράδειγμα ο ένας είναι συνεπής με την οριοθέτηση ενώ ο άλλος όχι, τότε το παιδί
κατηγοριοποιεί τους γονείς ως «ο καλός» και «ο κακός». Σε τέτοιες περιπτώσεις η
οριοθέτηση δεν είναι επιτυχής. Επιπρόσθετα, όταν ο γονέας λέει «όχι» σε κάτι, οφείλει να
είναι συνεπής. Κι αυτό γιατί το παιδί θα αντιδράσει προκειμένου να «γίνει το δικό» του και
να μετατρέψει το «όχι» σε «ναι» ή «ίσως». Εάν στην περίπτωση αυτή ο γονέας υποκύψει,
τότε καθιστά το παιδί χειριστικό γιατί θα ψάχνει μετέπειτα και, γενικότερα, τρόπους να
«γίνει το δικό του».
Άλλη σημαντική παράμετρος που πρέπει να λάβουν υπόψη οι γονείς προτού θέσουν
όρια στα παιδιά είναι η ευελιξία. Τα όρια δεν πρέπει να είναι ούτε απόλυτα και αυστηρά
σαν βράχος, αλλά ούτε και ευμετάβλητα σαν ανεμόμυλος. Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν
και αναπτύσσονται, ωριμάζουν, επομένως θα πρέπει και τα όρια να αλλάζουν με βάση το
στάδιο εξέλιξης του παιδιού. Θα πρέπει να είναι κάτι ενδιάμεσο, ώστε να βοηθήσουν το
παιδί να οριοθετηθεί, να δοκιμάσει, να αμφισβητήσει και τελικά, να εξελιχθεί.
Πώς να θέσουν οι γονείς ασφαλή & υγιή όρια στα παιδιά:
Οι γονείς οφείλουν να είναι ακριβείς όταν διατυπώνουν και θέτουν όρια στα παιδιά.
Να μη χρησιμοποιούν γενικότητες και ανακρίβειες σε αυτό που επικοινωνούν στο παιδί. Η
καλή και ξεκάθαρη επικοινωνία δημιουργεί θετικό κλίμα στην οικογένεια. Θα μπορούν για
παράδειγμα, να ζητήσουν από τα παιδιά (κυρίως της μικρότερης ηλικίας) να επαναλάβουν
αυτό που είπαν ώστε να αποφευχθούν τυχόν παρερμηνείες.
Ο καλύτερος και αποτελεσματικότερος τρόπος είναι γονείς και παιδιά να
συμμετέχουν από κοινού στον καθορισμό των ορίων. Έτσι, δείχνουν έμπρακτα στα παιδιά
πως τα υπολογίζουν και δέχονται τα ιδιαίτερα στοιχεία του χαρακτήρα τους. Σημαντική
επισήμανση είναι πως δεν τίθενται τα ίδια ακριβώς όρια σε όλες τις οικογένειες. Κάθε
οικογένεια αποτελεί ένα ξεχωριστό σύστημα, το οποίο έχει εξατομικευμένους κανόνες
λειτουργίας, διαφορετικές αρχές, ήθη και καταβολές.
Οι γονείς επίσης, θα πρέπει να αναγνωρίζουν στο παιδί όταν αυτό επιδεικνύει
θετική/επιθυμητή συμπεριφορά. Π.χ. «Μπράβο σου που συμμάζεψες το δωμάτιό σου, πολύ
υπεύθυνο εκ μέρους σου» και όχι ένα σκέτο «Μπράβο».
Οι αρνητικές προτάσεις καλό είναι να μην υπάρχουν. Αντίθετα, οι γονείς μπορούν να
τις μετατρέψουν σε θετικές προκειμένου να παροτρύνουν το παιδί, χωρίς να νιώθει απειλή
ή ότι τιμωρείται. Για παράδειγμα, αντί «εάν δε φας το φαγητό σου δε θα πάμε στον
παιδότοπο» ο γονέας μπορεί να πει «φάε πρώτα το φαγητό σου και μετά θα πάμε στον
παιδότοπο».
Το να βάζουν ταμπέλες και να κατηγοριοποιούν οι γονείς το παιδί σε «άτακτο» –
«φρόνιμο», «καλό» – «κακό», «επιμελής» – «τεμπέλης» δε βοηθάει. Σε περίπτωση μη
τήρησης ορίων, είναι σημαντικό οι γονείς να αποδοκιμάσουν τη συμπεριφορά του παιδιού
στην εκάστοτε περίπτωση και όχι το ίδιο το παιδί, καθότι αυτό ενδέχεται να του
δημιουργήσει αρνητική εικόνα για τον εαυτό του μακροπρόθεσμα.
Σε περίπτωση που οι γονείς δε συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους στη θέσπιση ορίων,
δεν πρέπει να διαφωνούν μπροστά στο παιδί, αλλά να λύνουν κατ’ιδίαν τις διαφορές τους.
Κι αυτό γιατί, το παιδί, προκειμένου να μην αμφισβητεί τα όρια και να μην τα παραβαίνει,
θα πρέπει να βλέπει πως οι γονείς του ακολουθούν μια κοινή γραμμή.
Η θέσπιση ορίων θα πρέπει να αφορά θέματα τα οποία είναι σημαντικά και
αδιαπραγμάτευτα. Δεν είναι όμως όλα τα θέματα εξίσου σημαντικά. Οι γονείς θα πρέπει να
διαχωρίζουν τα ζητήματα σε περισσότερο ή λιγότερο σημαντικά. Δεν είναι ούτε εφικτό
ούτε ρεαλιστικό να τίθενται όρια σε ό,τι αφορά στο παιδί.
Για παράδειγμα, το αν μια έφηβη
θα βάψει ή όχι τα μαλλιά της, δεν είναι εξίσου επιτακτικής σημασίας με το αν θα
επιστρέψει σπίτι πέραν της επιτρεπόμενης ώρας. Αν οι γονείς θέτουν όρια σε όλα τα
ζητήματα, τότε το παιδί θα νιώσει ότι ζει σε ένα στείρο περιβάλλον χωρίς ερεθίσματα, με
αποτέλεσμα να γίνει άβουλο και καχύποπτο, χωρίς την ικανότητα ανάπτυξης ευθύνης.
Οι οδηγίες που δίνουν οι γονείς στα παιδιά τους αναφορικά με την οριοθέτηση θα
πρέπει να είναι ανάλογες της ηλικίας των τελευταίων. Αυτό σημαίνει πως για τα παιδιά
μικρότερης ηλικίας οι οδηγίες πρέπει να είναι σαφείς, σύντομες και ξεκάθαρες. Για τα
μεγαλύτερα παιδιά ωστόσο, η διαδικασία είναι πιο σύνθετη, καθώς οι γονείς θα πρέπει να
επιχειρηματολογήσουν, να κάνουν διάλογο και να δώσουν εξηγήσεις στο παιδί. Για ποιο
λόγο θέτουν αυτά τα όρια; Πού αποσκοπεί όλη αυτή η διαδικασία; Η ειλικρινής
προσπάθεια για διάλογο με τα παιδιά είναι η καλύτερη επένδυση που μπορούν να
κάνουν οι γονείς. Κι αυτό γιατί εάν το παιδί μεγαλώνοντας, δεν του έχουν δοθεί ευκαιρίες
για ουσιαστικό διάλογο και έκφραση συναισθημάτων, είναι πολύ πιθανό να αποκοπεί από
τους γονείς και να αποφεύγει συζητήσεις μαζί τους. Για παράδειγμα, θα πρέπει να
εξηγήσουμε στον έφηβο για ποιο λόγο δεν πρέπει να γυρίσει σπίτι πέραν της επιτρεπόμενης
ώρας (ελλοχεύουν κίνδυνοι για τη σωματική του ακεραιότητα) ή για ποιο λόγο αντιδράμε
στις νέες «επικίνδυνες» παρέες που έχει συνάψει. Απαντήσεις τύπου «γιατί έτσι πρέπει»,
«γιατί είμαι πατέρας/μητέρα σου και θα κάνεις αυτό που λέω», «γιατί είσαι μικρός και δε
θα καταλάβεις», «στο λέω για το καλό σου» οι οποίες δεν προάγουν τον ουσιαστικό
διάλογο και την επιχειρηματολογία, θα έχουν μακροπρόθεσμα αρνητικά αποτελέσματα.
Τα όρια εκ μέρους των γονέων δε θα πρέπει να εκφράζονται με κυριαρχία, φωνές,
απειλές και, σε καμία περίπτωση, με ψυχική ή σωματική βία. Οι γονείς θα πρέπει να
εκφράζονται με ήρεμο, σαφή και σταθερό τόνο φωνής, αποπνέοντας αποφασιστικότητα και
σιγουριά.
Με βάση την σύγχρονη Παιδοψυχολογία, η πιο αποτελεσματική μέθοδος θέσπισης
και τήρησης ορίων, είναι η «μέθοδος των λογικών συνεπειών» και όχι η αμοιβή ή η
τιμωρία. Η αλήθεια είναι πως για τα παιδιά η μέθοδος αυτή έχει περισσότερο νόημα. Κι
αυτό γιατί τα βοηθά να κατανοήσουν τη συσχέτιση των αρνητικών αποτελεσμάτων με τη
συγκεκριμένη αρνητική συμπεριφορά που επιδεικνύουν. Η μέθοδος των λογικών
συνεπειών αφορά στα λογικά αποτελέσματα που συνεπάγονται μιας καλής / κακής
συμπεριφοράς. Αν δηλαδή το παιδί παραβεί τα όρια και προβεί σε λανθασμένες
συμπεριφορές, θα πρέπει να δεχτεί τις λογικές συνέπειες των πράξεών του. Για παράδειγμα,
«εάν δε διαβάσεις τα μαθήματά σου / πας αδιάβαστος,-η θα εκτεθείς στο δάσκαλο και στους
συμμαθητές σου και θα νιώσεις άβολα/ντροπή». Σημαντική διευκρίνιση ωστόσο, είναι πως
σε περίπτωση καταπάτησης ορίων τα παιδιά θα πρέπει να δεχτούν τις λογικές συνέπειες της
ίδιας της πράξης τους και όχι κάποια αυθαίρετη τιμωρία / στέρηση προνομίων η οποία δε
σχετίζεται με την πράξη (π.χ. «εάν δε διαβάσεις τα μαθήματά σου / πας αδιάβαστος,-η δε θα
παίξεις με τους φίλους σου / δε θα παίζεις με το τάμπλετ για μία εβδομάδα»).
Είναι γεγονός πως τα υγιή και ασφαλή όρια που θέτουν ενωρίς οι γονείς στα παιδιά
τούς προσφέρουν ασφάλεια και προστασία αλλά και όλα εκείνα τα εφόδια για να
διαχειρίζονται τις μετέπειτα προκλήσεις της ενήλικης ζωής τους και να ενταχθούν ομαλά
στο κοινωνικό σύνολο. Οι γονείς αποτελούν πρότυπο για τα παιδιά τους. Θα πρέπει οι ίδιοι
να είναι ο φάρος και το φωτεινό παράδειγμα, καθώς τα παιδιά «κάνουν αυτό που κάνεις
και όχι αυτό που λες».